κληρονόμημα

κληρονόμημα
το (Α κληρονόμημα) [κληρονομώ]
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κληρονόμημα — inheritance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμημα — το, ατος ό,τι κληρονομείται, κληρονομιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρονομημάτων — κληρονόμημα inheritance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομήματα — κληρονόμημα inheritance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՌԱՆԳԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0834 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c ա.գ. κληρονόμημα haereditas, possessio Մտանելն ʼի ժառանգութիւն. գոլն ժառանգաւոր իրաւամբք ծննդեան, կամ յաջողութեան. *Զորդեգրութեանն աստուծոյ անուն ժառանգել յետ ելանելոյ ʼի ջրոյ անտի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”